- χοιροκτόνος
- χοιρο-κτόνος, ον,A slaying swine, Sch.Ar.Pax373.II proparox., καθαρμοί χοιρόκτονοι purification by the sacrifice of swine, A.Eu.283; αἷμα χ. blood of a slain swine, Id.Fr.327.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χοιροκτόνος — slaying swine masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιροκτόνος — ον, Α αυτός που φονεύει χοίρο («Δημήτηρ χοιροκτόνος», Σχόλ. Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. ταυρο κτόνος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] … Dictionary of Greek
χοιρόκτονος — ον, Α αυτός που τελείται με σφαγή χοίρου (α. «χοιρόκτονοι καθαρμοί» εξαγνισμοί που γίνονταν με θυσία χοίρου, Αισχύλ. β. «αἷμα χοιρόκτονον» αίμα σφαγμένου χοίρου, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κτονος (< κτείνω), πρβλ. ταυρό κτονος. Η… … Dictionary of Greek
χοιροκτόνοις — χοιροκτόνος slaying swine masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιροκτόνου — χοιροκτόνος slaying swine masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek
χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι … Dictionary of Greek
χοιροκτονείον — τὸ, Α [χοιροκτόνος] σφαγείο χοίρων … Dictionary of Greek